- πολυμηνόρροια
- η, Νιατρ. εμφάνιση εμμηνορρυσίας ανά διαστήματα μικρότερα τών 24 ημερών, που οφείλεται σε συντόμευση τής φάσης τής ωρίμασης τού ωοθυλακίου είτε τής φάσης τού ωχρού σωματίου ή ακόμη και σε έλλειψη ωορρηξίας, οπότε συνεπάγεται στειρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymenorrhea < πολυ-* + -μηνόρροια (< μήν, μηνός + ῥοῖα «ροή»)].
Dictionary of Greek. 2013.